ἀστασίᾳ

ἀστασίᾳ
ἀστασίᾱͅ , ἀστασία
unsteadiness
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστασία — ἀστασίᾱ , ἀστασία unsteadiness fem nom/voc/acc dual ἀστασίᾱ , ἀστασία unsteadiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστασία — η (AM ἀστασία) [άστατος] 1. η αστάθεια, η έλλειψη σταθερότητας 2. ναυτ. χαρακτηρισμός του άστατου καιρού. Η λέξη δηλώνει, κυρίως, την αστάθεια του ανέμου ως προς την ένταση και τη διεύθυνσή του …   Dictionary of Greek

  • αστασία — η (ιατρ.), ανικανότητα για ορθοστασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστασίας — ἀστασίᾱς , ἀστασία unsteadiness fem acc pl ἀστασίᾱς , ἀστασία unsteadiness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίαι — ἀστασίᾱͅ , ἀστασία unsteadiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίαν — ἀστασίᾱν , ἀστασία unsteadiness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίην — ἀστασία unsteadiness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίῃσι — ἀστασία unsteadiness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱՍՏԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0181 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ἁστασία, τὸ ἁσύστατον inconstantia Անհաստատն գոլ. յողդողդութիւն. տկարութիւն. անստուգութիւն. ընդունայնութիւն. *Հեթանոսական ուսմանցն անհաստատութիւն. Նիւս. սքանչ.: *Քարոզութեանն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”